Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Φρύνη: Η ανθρώπινη πάνδημη και ουράνια όψη της Αφροδίτης

Τον αρνήθηκε για εραστή και την οδήγησε στους Ηλιαστές με την κατηγορία της ασέβειας και της εισαγωγής καινών δαιμονίων. Την υπερασπίστηκε πρώην εραστής της, που την χρυσοπλήρωνε μάλιστα άλλοτε, για να του κάνει την τιμή να κοιμάται μαζί του. Στο παρατσακ για να χαθεί η δίκη, της τραβηξε τον πέπλο και αποκάλυψε στα εκστασιασμένα βλέμματα των ηλιαστών τη θεϊκή ομαρφιά της γυμνότητάς της. Φυσικά, απουσίας φαρμακο..ζηλιάρων ομοφυλών της στο σώμα των δικαστών, αθωώθηκε!!! 



Υπήρξε μοντέλο του Πραξιτέλη για το άγαλμα της Κνίδιας Αφροδίτης,
 του οποίου βλέπουμε 
αντίγραφο, μάλλον μέτριο. 
Ο δικηγόρος της την υπερασπίστηκε κάπως έτσι:
"Ω γυναικεία ομορφιά, ιερή μαζί και δολερή, αμαρτία της ζέουσας σάρκας, που κατακτάς φιλήδονα τα όνειρα των ανδρών... Ω δαιμονική γυναικεία ομορφιά, απριλιάτικο μειδίαμα των Χαρίτων, περιπαθής και άσπιλη μορφή ατσαλάκωτου πρωτογέννητου κόσμου που οι θελκτικές και μαργιόλικες ματιές σου ξεσηκώνουν θύελλες οίστρων και λυρισμών σαπφικών και ανακρεόντειων!..

Μαζί σου και στην κόλαση...

Η μοιχαλίδα Αφροδίτη με τον Άρη στο κρεβάτι όπου καθώς βγάζουν τα μάτια τους, αόρατα δίχτυα τους παγιδεύουν.
 Ο Ήφαιστος, ο απατημένος σύζυγος και πολλάκις κερατούκλης, καλεί όλους τους θεούς για τη διαπόμπευση του παράνομου ζεύγους και ως μάρτυρες της μοιχείας.
 Οι θεοί ξεκαρδίζονται στα γέλια και δύο από αυτούς, αστειευόμενοι, εύχονται νάταν οι ίδιοι στη θέση του Άρη και ας γίνονταν ρεντίκουλο σε όλο τον Όλυμπο.
 Πόσο ανθρώπινοι οι θεοί των προγόνων!!!! Ερωτεύονται, ποθούν, ζηλεύουν, θυμώνουν, Γελάνε! ΓΕΛΑΝΕ !!!!!!!!!
 Απολάυστε την πιο διασκεδαστική και σκαμπρόζικη ιστορία της Οδύσσειας!!!!!!!!!!! 

''... Κι άρχισε εκείνος παίζοντας γλυκά να τραγουδήσει
ο Άρης πώς αγάπησε την όμορφη Αφροδίτη
και πως κρυφά πρωτόσμιξαν στον πύργο του Ηφαίστου
κι αφού πολλά της χάρισε, του ατίμασε το στρώμα.
Κι έτρεξε ο Ήλιος άξαφνα σ’ αυτόν μαντατοφόρος
όταν τους είδε αγκαλιαστούς να σμίξουν απ’ αγάπη.
Κι ο Ήφαιστος σαν άκουσε το θλιβερό μαντάτο
στο γυφταριό του κίνησε με το κακό στο νου του.
Και βάζοντας στο κούρσουρο τ’ αμόνι το μεγάλο,
άσπαστα δίχτυα κι άλυτα γι’ αυτούς σφυροκοπούσε
για να πιαστούν κι ασάλευτοι να μείνουν ενωμένοι.
Κι απ’ το θυμό του αφρίζοντας σαν έφτιασε τα δίχτυα,
σπίτι του πήγε που ᾽χε εκεί το νυφικό του στρώμα,
κι άπλωσε γύρω τα δεσμά στου κρεβατιού τα πόδια
κι απάνω κρέμουνταν πυκνά κατάκορφα απ’ τη στέγη,
λεπτά σαν αραχνόπλεχτα που και των αθανάτων
το μάτι δε θα τα ᾽βλεπε. Γιατί ήταν καμωμένα
με πονηριά αξεπέραστη. Και στο κρεβάτι κύκλο // σαν άπλωσε το δολερά πλεμάτια, για τη Λήμνο
καμώθηκε πως έφυγε την ομορφοχτισμένη, // που ξέχωρα τη χώρα αυτή την αγαπούσε απ’ όλες.
Μα σαν τυφλός δε φύλαγε κι ο χρυσαστράφτης Άρης
ως είδε τον καλότεχνο θεό που αναχωρούσε
και για τον πύργο κίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου,
ποθώντας της καλόζωστης Κυθέρειας την αγάπη.
Μόλις απ’ τον ανίκητο πατέρα της το Δία
γύρισε και καθόντανε κι ο Άρης μπήκε μέσα
κι ευτύς γλυκά τη χάιδεψε και τρυφερά της είπε
«Πάμε στο στρώμα, αγάπη μου, τον ύπνο να χαρούμε.
Ο Ήφαιστος δεν είναι εδώ, μόν’ για τη Λήμνο πήγε
εκεί τους αγριόφωνους τους Σίντιες ν’ ανταμώσει».
Είπε κι εκείνη με χαρά να κοιμηθούν ποθούσε
και στο κρεβάτι ανέβηκαν γλυκό να πάρουν ύπνο.
Μα γύρω τους απλώθηκαν τα τεχνικά πλεμάτια
του βαθυστόχαστου θεού, και μήτε να σαλέψουν // μπορούσαν πια τα μέλη τους μηδέ να τα σηκώσουν,
κι είδαν πια τότε αδύνατο, πως ήταν να γλιτώσουν,
Στην ώρα πλάκωσε άξαφνα κι ο ξακουστός τεχνίτης,
πίσω ξανά γυρίζοντας, προτού να πάει στη Λήμνο,
γιατί τους φύλαγε σκοπός κι όλα του τα ᾽πε ο Ήλιος
και πήγαινε στον πύργο του με σπλάχνα ματωμένα.
Στάθηκε εμπρός στις ξώπορτες κι άφριζε απ’ το θυμό του
και με μεγάλες έσκουζε φωνές στους αθανάτους·
«Δία πατέρα κι οι λοιποί μακαριστοί κι αιώνιοι,
έλα να ιδείτε αβάσταχτες δουλειές που να τις κλαίτε,
πως πάντα εμένα το χωλό, του Δία η θυγατέρα
η Αφροδίτη με γελά κι αγάπησε τον Άρη
αυτόνε τον αφανιστή γιατί γερός στα πόδια
κι όμορφος είναι, όμως εγώ γεννήθηκα σακάτης.
Μόν’ δε μου φταίει άλλος κανείς, μόν’ οι γονιοί μου φταίνε,
που νάθε να μη μ’ έκαναν. Μα ιδείτε πώς κοιμούνται,
απάνω στο κρεβάτι μου αγκαλιασμένοι οι δυο τους. // Κι εγώ λυσσάζω βλέποντας, όμως θαρρώ πως έτσι,
κι ας αγαπιούνται από καρδιάς ξανά δε θα πλαγιάσουν.
Ευτύς ο πόθος και των δυο θα σβήσει να κοιμούνται.
Μα τα δεσμά κι η τέχνη μου θα τους κρατήσει τώρα,
ωσότου κι ο πατέρας της τα δώρα μου γυρίσει
όσα για την ξετσίπωτη την κόρη του μου πήρε.
Γιατί είναι η κόρη του όμορφη, μα δεν κρατάει στα πάθια».
Είπε και στο χαλκόστρωτο παλάτι συναζόνταν
όλοι οι θεοί κι ο σαλευτής του κόσμου ο Ποσειδώνας,
ήρθε κι ο σαλευτής Ερμής κι ο προφυλάχτης Φοίβος.
Μόνο οι θεές απόμειναν από ντροπή στο σπίτι.
Κι οι αγαθόδωροι θεοί στην ξώπορτα σταθήκαν
κι όλοι στα γέλια σκάσανε θωρώντας του Ηφαίστου
του πολυστόχαστου θεού τις τέχνες τις πανούργες.
Κι έτσι ο καθένας έλεγε στο διπλανό γυρνώντας:
«Ωστόσο οι άσκημες δουλειές κακό το τέλος έχουν
τον φτάνει ο αργός το γλήγορο καθώς και τώρα, να τα,
ο κουτσοπόδης Ήφαιστος σου τσάκωσε τον Άρη, // με τέχνη κι ο πιο γλήγορος απ’ τους θεούς ας ήταν,
που κατοικούν στον Όλυμπο και θα τον προτιμήσει».
Τέτοια οι αθάνατοι θεοί μιλούσαν μεταξύ τους.
Και έτσι είπε στον Ερμή του Δία ο γιος ο Απόλλων·
«Του Δία στρατηλάτη γιε, αγαθοδότη Ερμή μου,
θα ᾽θελες τάχα στα σφιχτά δεσμά πιασμένος να ᾽σαι
αν στο κρεβάτι πλάγιαζες με τη χρυσή Αφροδίτη;»
Κι απάντησε ο γοργόφτερος μαντατοφόρος κι είπε·
«Αχ, είθε αυτό να γίνουνταν, Απόλλο προφυλάχτη.
Κι άλυτα τόσα τρεις φορές πλεμάτια ας με κυκλώσουν
κι όλοι ας κοιτάζατε οι θεοί με τις θεές, εγώ όμως
στην αγκαλιά μου τη χρυσή την Αφροδίτη να ᾽χω».
Έτσι είπε κι οι αθάνατοι θεοί ξεκαρδιστήκαν....'' 


Οδύσσεια Ραψωδία θ, στίχοι 266-343, μετάφραση Ζ. Σίδερη

Έρωτας και ψυχή

Έρωτας και Ψυχή του Κανόβα, εμπνευσμένο από τον υπέροχο μύθο που περιγράφει ο Απουλήιος.

 Περιληπτικά: Ο Έρωτας πληγώθηκε από τα ίδια του τα βέλη και ερωτεύτηκε την Ψυχή. Την πήρε υπό την προστασία του και την έκανε ομόκλινή του. Την επισκεπτόταν όταν έπεφτε το σκοτάδι, με την συμφωνία ποτέ να μην του ζητήσει να τον δει, ούτε καν στο φως του λυχναριού. Οι ζηλιάρες αδερφές της όμως την έπεισαν οτι ο άγνωστος άντρας που κοιμόταν μαζί της θάταν ένα φοβερό τέρας. Η Ψυχή φοβισμένη έκρυψε ένα μαχαίρι στο στρώμα και όταν ο Έρωτας αποκοιμήθηκε πήρε το λυχνάρι για να βρει την κάμα. Έμεινε κόκκαλο όταν είδε οτι ο τρομερός εραστής της όχι μόνο δεν ήταν τέρας, όχι μόνο ήταν πανέμορφος, αλλά ήταν ο ίδιος ο θεϊκός Έρωτας!!!. Και τότε το λυχνάρι έσταξε πάνω του και τον ξύπνησε!!! Στενοχωρημένος που η Ψυχή τον παράκουσε, άνοιξε τα φτερά και πέταξε στον Όλυμπο. Η Ψυχή, τρυπημένη και η ίδια από τα βέλη του, τρελαμένη από την απώλειά του, τον ψάχνει παντού, και μετά πολλών περιπλανήσεων πέφτει στη δούλεψη της Αφροδίτης, όπου της κάνει τον βίο αβίωτο. Εν τέλει ο Έρωτας, που η καψούρα δεν του πέρασε, τη λυπάται και τη βοηθάει να ανταπεξέλθει στις δοκιμασίες που την υποβάλει η πανέμορφη, πλην κακίστρω πεθερά. Η Αφροδίτη δηλαδή! Και τέλος καλό, όλα καλά. Happy end, κουφέτα, νέκταρ και αμβροσία και εισιτήριο για την αθανασία!!! Άντε και στα δικά σας κοριτσάκια!